προικίζω — portion pres subj act 1st sg προικίζω portion pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικίζω — προικίζω, προίκισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
προικίζω — ΝΜΑ [προίξ, κός] δίνω προίκα, προικοδοτώ («παρθένους προικίσας», Διόδ.) νεοελλ. 1. χαρίζω, δωρίζω («η φύση τόν προίκισε με πολλά χαρίσματα») 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) προικισμένος, η, ο α) (για γυναίκα) αυτή που έχει πάρει προίκα β)… … Dictionary of Greek
πεπροικισμέναι — προικίζω portion perf part mp fem nom/voc pl πεπροικισμένᾱͅ , προικίζω portion perf part mp fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεπροικισμένων — προικίζω portion perf part mp fem gen pl προικίζω portion perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικίσαι — προικίζω portion aor inf act προικίσαῑ , προικίζω portion aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικιζομένη — προικίζω portion pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικιζομένης — προικίζω portion pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικιζέτω — προικίζω portion pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προικίζεις — προικίζω portion pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)